- συγκραθεῖσα
- συγκρᾱθεῖσα , συγκεράννυμιmixaor part pass fem nom/voc sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… … Dictionary of Greek